Οί γερμανοί φεύγουν.
Ή Θεσσαλονίκη δέν άπελευθερώθηκε από τόν ΕΛΑΣ, όπως ισχυρίζονται οί κομμουνιστές ψευτο-ιστορικοί. 'Απλώς, οί γερμανοί την έγκατέλειψαν τήν προτελευταία μέρα του ’Οκτωβρίου του ’44. Άπό τό καλοκαίρι ήταν φανερό πώς ή Βέρμαχτ έτοιμάζεται νά μάς αδειάσει τη γωνιά. Ή άπόβαση στη Λέρο καί ή απελευθέρωση τής Άθήνας μάς έδωσε πολύ κουράγιο. Περιμέναμε τή σειρά μας. ’Ήδη, άπό τις αρχές Σεπτεμβρίου, οί γερμανοί είχαν αρχίσει νά καταστρέφουν τά έφόδιά τους. Στόν περίβολο τής Διεθνούς 'Έκθεσης έκαιγαν ολόκληρα βουνά από κιβώτια, κόκκινα άλεξίπτωτα κτλ. Λένε ότι, οί γερμανοί είχαν υπονομεύσει τίς εγκαταστάσεις τού λιμανιού καί τό ηλεκτρικό έργοστάσιο τής όδού Αγίου Δημητρίου καί ότι, τάχα, ό ΕΛΑΣ μέ μιάν αστραπιαία ενέργεια εξουδετέρωσε τίς χιτλερικές προθέσεις. Δέν πιστεύω ούτε λέξη. Κάποτε ήρθε ή μέρα πού ξεκουμπίστηκαν οί γερμανοί. Καί δέν ξεχνώ τήν κρυφή χαρά πού είχαμε, όταν είδαμε προσκολλημένα στήν φάλαγγά τους καί κάμποσα έπιταγμένα καροτσάκια πού τά έσερναν γαϊδούρια. Κάπου δέκα μέρες πριν φύγουν οί γερμανοί οί άκραίες συνοικίες τής Θεσσαλονίκης είχαν απελευθερωθεί (άντιστάσεως μή ούσης) άπό τόν λεγόμενο έφεδρικό ΕΛΑΣ. Δέν ξέρω τί έγινε στην Τούμπα καί στην Καλαμαριά. Ξέρω, όμως, τό τί έγινε ψηλά στην ’Ακρόπολη, όπου είχαν τό στέκι τους οί καπετάνιοι. Τό εκεί σημαντικότερο έπίκεντρο του έφεδρικού ΕΛΑΣ ήταν στην γειτονίτσα ανάμεσα στό τέρμα τής όδού Δημητρίου Πολιορκητού (πιό πάνω άπό την όδό ’Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου), στην όδό Μπουμπουλίνας καί στην Πορτάρα. Τά τείχη τής ’Ακρόπολης έχουν πολλές πύλες. ’Εδώ μιλάω γιά την Πορτάρα πού ξάνοιγε πρός τήν ρεματιά μέ τούς καφενέδες, Συκιές μεριά. Τό ’44 ή τοποθεσία έξω άπό τήν Πορτάρα δέν ήταν άκόμη οίκοδομημένη. Καί ακριβώς γιαυτό ό έφεδρικός ΕΛΑΣ είχε έπιλέξει τόν θύλακα πού σχηματίζουν έκεί τά τείχη. Ό έφεδρικός ΕΛΑΣ είχε έπιτάξει κάμποσα σπίτια. Τά ύπόγεια αύτών τών σπιτιών είχαν μετατραπεϊ σέ πρόχειρα κράτητήρια, όπου στοιβάζαν τούς έβνοπροδότες. Έντωμεταξύ, οί προφυλακές τοϋ έφεδρικού ΕΛΑΣ είχαν κατηφορίσει μέχρι την όδό Κασσάνδρου. ’Ανέβαινα κάθε μέρα στην έλεύθερη περιοχή γιά κομματική δουλιά, διαβαίνοντας άλλεπάλληλες σκοπιές, πού γιά νά τις περάσεις έπρεπε νά πεις σύνθημα καί παρασύνθημα. Θυμάμαι ότι οί σκοποί ήσαν, συχνά, διάφοροι τύποι πού είχαν οργανωθεί μόλις πρίν 48 ώρες καί πού έμεϊς (οί ΚΑΤΟΧΙΚΟΙ έπονίτες) τούς άντιμετωπίζαμε μέ μιά δόση σνομπισμού. Γι αυτό, ένα βραδάκι, πού μέ σταμάτησε ένας παρόμοιος σκοπός στήν όδό Ίουλιανού καί πού ήξερα πώς κατοικούσε σ’ ένα άδιέξοδο τής όδού Κωσταντίνου Παλαιολόγου (τόν λέγαμε Μπέμπη, όμως τό άληθινό του όνομα ήταν Ήράκλης Κλάγκας — άργότερα έγινε σπουδαίος έρέτης τού 'Ιστιοπλοϊκού 'Ομίλου), δέν τού φώναξα τό σύνθημα κι όταν τράβηξε πιστόλι τού είπα νά τό χώσει στόν κώλο του.
Ή έπέκταση των συνόρων τού έφεδρικού ΕΛΑΣ πρός τήν Κάτω Πόλη είχε σάν άποτέλεσμα νά κάνουν γιούργια οί έφε- δροελασίτες καί νά πιάνουν διάφορους έθνοπροδότες πού, έν συνεχεία, τούς άνέβαζαν στήν Μπουμπουλίνας (όποία συνωνυμία!). Οί συλλήψεις αύτές γινόντουσαν βάσει έντολών τών καπετάνιων, πού έπαιρναν τις πληροφορίες τους άπό κάθε λογής άνθρώπους πού κατέθεταν μιάν όποιαδήποτε άόριστη καταγγελία. Ή καταγγελία, συχνά, ήταν ένισχυμένη μέ λίγες χρυσές λίρες. Οι καπετάνιοι έτσέπωναν τις λίρες κι έστελναν δύο έλασιτάκια νά πιάσουν τόν καταγγελθέντα έθνοπροδότη. Δηλαδή, ή Θεσσαλονίκη πέρναγε μιά μαύρη μεταβατική περίοδο, όπου ό καϋένας μπορούσε νά καρφώσει καί νά έξοντώσει τόν γείτονά του. Γιά νά γίνει κατανοητή ή ατμόσφαιρα αύτής τής περιόδου θά άναφέρω ότι, μιά μέρα δύο έφεδροελασίτες χτύπησαν τήν πόρτα τού συνταγματάρχη Γ. Κατάκη (αριστερού φιλελεύθερου, φίλου τού Ψαρού καί τού Μπακιρτζή, μετέπειτα πεθερού μου) καί ζήτησαν νά τόν συλλάβουν σάν ταγματασφαλίτη, ένώ αύτός ήδη ύπηρετούσε σάν έπιτελάρχης στήν νιη Μεραρχία τού ΕΛΑΣ...
ΕΡΧΕΤΑΙ - ΕΡΧΕΤΑΙ ΒΕΝ
Στήν Πορτάρα
Οί συλλαμβανόμενοι έθνοπροδότες πεταγόντουσαν στά ύπόγεια τών σπιτιών τής Πορτάρας καί περίμεναν τήν τύχη τους. ’Ελάχιστοι άφέθηκαν έλεύθεροι, πληρώνοντας λύτρα. Οί ύπόλοιποι χάθηκαν σε διάφορες χαράδρες καί ξεροπήγαδα. Τά βράδια ό κάθε καπετάνιος συγκροτούσε μιάν ομάδα έφεδροελασιτών, πού θά οδηγούσε κάμποσους έθνοπροδότες στό σχολείο τού Χορτιάτη.
Ή θλιβερή κουστοδία ξεκίναγε τό σούρουπο καί περπατώντας όλη νύχτα έφτανε στόν Χορτιάτη, όπου παρελάμβανε τά θύματα ό μόνιμος ΕΛΑΣ. Αύτό τό σενάριο δέν ήταν σταθερό. Πολλές φορές έπαιρναν πέντε-δέκα έθνοπροδότες, τούς έβγαζαν άπό τήν Πορτάρα, τούς έβαζαν νά σκάψουν τό λάκο τους, καί τούς έκτελούσαν. Πολλά σημερινά σπίτια τού νέου συνοικισμού, όνάμεσα Συκιές- Έπταπύργιο, είναι χτισμένα πάνω σ’ αύτούς τούς ομαδικούς τάφους. Τήν άνοιξη τού ’45 ξέχωσαν τούς τάφους πού άναφέρω. Τά πτώματα ήσαν άλειωτα. ’Άλλα μπρούμυτα κι άλλα ανάσκελα. Δέν φοράγανε σακάκια, γιατί τά είχαν κλέψει οί έκτελεστές. Όλοι οί σκοτωμένοι είχαν δολοφονηθεί μέ μιά σφαίρα στόν αυχένα. Οί έλασίτες είχαν ρίξει πάνω στά πτώματα είκοσι πόντους χώμα. Οί άρχές ξέθαψαν τά πτώματα γιά νά τά γνωρίσουν οί οικείοι καί, φυσικά, γιά νά κάνουν καί την πτωματολογική τους προπαγάνδα. Τά κουφάρια βρομάγανε άπαίσια. Οί ύπάλληλοι τής ιατροδικαστικής υπηρεσίας τά περέχυναν μέ ένα υγρό πού κάπως έκοβε την μπόχα. Ολα τά πτώματα άνήκαν σέ φτωχούς ανθρώπους, πού δέν είχαν καμιά σχέση μήτε μέ τά Τάγματα Άσφαλείας, μήτε μέ τήν Γκεστάπο. Άνάμεσά τους είδα τόν έφημεριδοπώλη τής γειτονιάς μου, έναν λαϊκό παλαιστή κτλ. κτλ.
Έκεί, στήν ’ίδια πλαγιά, ύπήρχε κι ένας πρόχειρος τάφος μέ τιμητική ταμπέλα καί φωτογραφία. Έπρόκειτο γιά έναν έφεδροελασίτη. Ή ιστορία είναι άπλή. 'Ένα άπόγεμα οί έκτελεστές πήραν λίγους έθνοπροδότες καί άρχισαν νά τούς σκοτώνουν. Οί γερμανοί είδαν, μέ τά κιάλια, τήν σκηνή άπό τό Γεντί-Κουλέ (άπέχει περίπου έξακόσια μέτρα) καί βαλθήκανε νά ρίχνουν μέ τό πολυβόλο. Έτσι σκοτώθηκε αύτός ό ηρωικός έφεδροελασίτης.
Οί έφεδροελασίτες πού οδηγούσαν τούς έθνοπροδότες στόν Χορτιάτη ήσανε αρκετά φανατισμένοι (ώστε νά σκοτώνουν κάμποσους αιχμαλώτους καθ’ όδόν) καί άρκετά διεφθαρμένοι (ώστε νά άφήνουν έλεύθερους όσους μελλοθάνατους είχαν παραδάκι). Στην περιοχή άνάμεσα Θεσσαλονίκη καί Χορτιάτη βρήκαν μερικά κουφάρια. Μιά μέρα έμφανίστηκε στό Άσβεστοχώρι ένας μαντρόσκυλος πού έσερνε τό κεφάλι κάποιου πτώματος. Στήν Θεσσαλονίκη εγνώρισα έναν καλότατο άνθρωπο, πού τήν είχε γλιτώσει στό Φίλυρο, δίνοντας στόν συνοδό έκτελεστή δυό λίρες, πού τις φύλαγε στό τσεπάκι τού παντελονιού του. Αύτός ό τυχεράκιας διέθετε ένα μεσιτικό γραφείο στήν όδό 'Αγίας Σοφίας, όπου τόν συναντούσα έπί έτη καί έτη. "Αλλωστε, είχα αναπτύξει φιλία μέ τόν Μαύρο Πέτρο, καπετάνιο τής Πορτάρας, μετά τήν φυλάκισή του γιά τά όσα είχε πράξει. Ό Μαύρος Πέτρος μέ διαβεβαίωνε, ψευδέστατα, πώς δέν ήξερε τίποτα γιά τις έκτελέσεις. Κουβεντιάζαμε μέ τις ώρες στό πανεπιστήμιο (σπούδαζε στήν Φυσικομαθηματική), άλλά δέν έθιγε τά καίρια σημεία...
Τούς έθνοπροδότες πού έφταναν στόν Χορτιάτη τούς έκλείδωναν στην αποθήκη τού σχολείου. Τόν Χορτιάτη τόν είχαν κάψει, γιά άντίποινα, τό καλοκαίρι τοϋ ’44. Τό πυρπολημένο σχολείο βρίσκεται στόν λόφο άτιέναντι στό παλιό χωριό. Τό σχολείο ήταν ένα όμορφο νεοκλασικό κτίριο, περιτριγυρισμένο άπό έναν μεγάλο κήπο, γεμάτο σπάνια λουλούδια καί όπωροφόρα. Διευθυντής του ύπήρξεν ό Βαλαχάς — θαυμάσιος άνθρωπος, πού έδρασε σάν καπετάνιος τοϋ ΕΛΑΣ καί, κατόπιν, σάν ταξίαρχος τοϋ Δημοκρατικού Στρατού. Δυστυχώς, αύτήν την περίοδο δέν βρισκότανε στόν Χορτιάτη. Κι έτσι, οί άδαείς έλασίτες παρελάμβαναν τούς έθνοπροδότες, πού προωθούσε στό βουνό ή οργάνωση τής Θεσσαλονίκης καί πού τούς έξαναγκάζανε νά βαδίσουν πρός τήν Άρναία. Τούς σκότωσαν όλους μέσα στό πυκνό δάσος του Χολομώντα, άνάμεσα Ταξιάρχη καί Παναγία. Οί λύκοι καί τά τσακάλια τής Χαλκιδικής χορτάσανε ανθρώπινό κρέας...
Όλοι αύτοί οί έθνοπροδότες ήσαν ΑΘΩΟΙ. 'Ωστόσο, γιά νά μην άδικήσω τούς παλιούς μου συναγωνιστές, θά προσθέσω ότι, πάνω σ’ έναν λόφο πρός τήν Νέα Ευκαρπία, είδα δύο έκτελεσμένους πού ό θάνατός τους ή το ΚΑΠΩΣ αιτιολογημένος: έναν ταγματασφαλίτη (έν στολή) καί μιά νέα κοπέλα. Στόν λόφο υπήρχαν (καί θά υπάρχουν) ένα πλατύ πηγάδι κι ένα λοξό λαγούμι, όπου είχαν κάνει δειγματοληψία χώματος γιά λογαριασμό κάποιας φάμπρικας πιάτων. Ό ταγματασφαλίτης βρισκότανε ανάσκελα, έκτάδην, στόν πάτο τοϋ πηγαδιού μέ τό κομένο του κεφάλι δίπλα, ένώ ή κοπέλα ήταν σκοτωμένη μέ πιστολιές μέσα στό λαγούμι. Μπρός στό λαγούμι είδα, τούφες-τούφες, τά ξεριζωμένα μαλλιά της καί πολλά τσιμπιδάκια. Κατάλαβα ότι, τό άμοιρο κορίτσι είχε νιώσει πώς θά τό σκοτώσουν κι ότι είχε παλέψει μέ τούς έκτελεστές γιά νά σώσει τή ζωούλα του. Τό τρομερό θέαμα μέ ξετρέλανε καί άναστατωμένος έτρεξα γρήγορα στήν Πορτάρα, γιά νά ζητήσω πληροφορίες άπό κάποιον άρχίδη τής οργάνωσης, πού μέ καθησύχασε: συναγωνιστή, αύτή ή κοπέλα ήταν δακτυλογράφος τής Κομαντατούρας καί τό ΕΑΜ τήν είχε διπλαρώσει γιά νά άποσπάσει κάποια ονόματα συνεργατών τών γερμανών κτλ. άλλά ή κοπέλα άρνήθηκε συνεργασία καί, συνεπώς, καλά νά πάθει! Είμαι βέβαιος, είμαι πολύ βέβαιος, ότι αν πάω, έστω σήμερα, σ’ αύτό τό πλάγιο λαγούμι θά βρω κι άλλα σκουριασμένα τσιμπιδάκια...
Στήν διάρκεια τής έαμοκρατίας δέν άκουσα τίποτα γιά εκτελέσεις. Οι πρώτες μέρες μετά τήν άπελευθέρωση ήσαν βαριές. Στίς άρχές τού Νοεμβρίου τού ’44 έγινε ή τρομερή διαδήλωση μέ τά τσεκούρια. Ή οργάνωση προχωρούσε στήν καθολική κατάληψη τής έξουσίας. Τό ΕΑΜ διαδέχτηκε τήν Κομαντατούρα στό κτίριο τού Μάζεστικ. ’Απέναντι έγκαταστάθηκε τό ΚΚΕ, πού κούρντισε δύο τεράστιες ταμπέλες. Ή ΧΑΝ, όπως είπα, είχε καταλήξει κεντρική λέσχη τής ΕΠΟΝ. Στό ίδιο κτίριο έτοιμαζόντουσαν νά μετατρέπουν τό κλειστό γυμναστήριο σέ Λαϊκό Δικαστήριο. Ό άστννομικός διευθυντής Βενετσανόπουλος (τό γραφείο του βρισκότανε στό Μέγαρο Δρόσου) έδειξε μετριοπάθεια. Ή ’Εθνική Πολιτοφυλακή είχε έγκατασταθεϊ στά παλιά άστυνομικά τμήματα. Πέρναγα τις μέρες μου στήν κεντρική λέσχη τής ΕΠΟΝ, ή στά κρυφά γραφεία πού είχαμε στόν πέμπτο όροφο του κτιρίου τής μετέπειτα Γενικής ’Ασφάλειας (στήν οδό Πολονίας), όπου παρίστανα τόν βοηθό- διαφωτιστή, ή καί στήν Ειδική Υπηρεσία του ΕΛΑΣ στό έπιταγμένο ξενοδοχείο Άθήναι, άπέναντι στό χαμάμ Παράδεισος. Ήμουνα μουδιασμένος άπό τήν κομματική ρουτίνα.
Ομως, όλ’ αύτά έμοιαζαν λίγο έπιφανειακά. Στήν Θεσσαλονίκη ύπήρχε ένας γενικός διοικητής σταλμένος άπό τόν Παπανδρέου. Τό γραφείο του βρισκότανε στήν Γενική Διοίκηση, στό Μέγαρο Μόδη, πάνω άπό τό βιβλιοπωλείο του Μόλχο. Στό λιμάνι καί στό Καραμπουρ νάκι είχαν φτάσει κάτι έγγλέζικες μονάδες. Καί τό χειρότερο: άρχισαν τά Δεκεμβριανά. Οί τρομοκρατημένοι δεξιοί γλιστράγανε τή νύχτα μέ βάρκες ττρός τά άγγλικά πολεμικά, πού ήσανε άγκυροβολημένα στά άνοιχτά τοϋ κόλπου, γιά νά διαφύγουν στην Άθήνα. Μαζί τους τόσκασε κι ό έπιτελάρχης του Μάρκου — ήταν ένα βαρύ πλήγμα γιά την ΟΜΜ. 'Όσοι χωροφύλακες δέν μπορούσαν νά φύγουν στήν Άθήνα κρυβόντουσαν. 'Όλο τόν Δεκέμβρη του ’44 πήγαινα κρυφά φαγητό στόν ύπομοίραρχο Χρυσόστομο Μούστο, πού τόν έκρυβε σέ κάποιο ύπόγειο τής όδού Παστέρ ό ταξίαρχος του ΕΛΑΣ Σεραφείμ Καρασάββας, μετέπειτα πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Θεσσαλονίκης. Τό στρατόπεδο Παύλου Μελά ξαναγέμισε — αυτή τή φορά μέ έθνικόφρονες. Μετά τήν Βάρκιζα ό ΕΛΑΣ άποχώρησε, σέρνοντας μαζί του καί τούς όμηρους. Πολλούς άπ’ αυτούς τούς σκότωσαν μέ ρόπαλα οί χωριάτες τής Μακεδονίας.
ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ
ΣΤΗΝ Βουλγαρία
Μετά τήν Βάρκιζα.
Στά μέσα τού Γενάρη τοϋ ’45 πλάκωσαν στην Θεσσαλονίκη οί μπουραντάδες. Μαζί τους καί ή τρομοκρατία τής Δεξιάς. Οί έδεσίτες καί οί βενίτες έκαιγαν τις λέσχες τής ΕΠΟΝ καί κούρευαν τίς έπονίτισες. Οίχίτες σκότωναν άβέρτα. Τότε έκαιραν την λέσχη τοϋ 'Αγίου Παύλου, την λέσχη τού Σιντριβανιού, τήν λέσχη τής όδού Κασσάνδρου, τήν λέσχη τής 'Αγίας Φωτεινής. Παράλληλα, τά έφετεϊα καταδίκαζαν σέ θάνατο τούς έλασίτες πού έπεφταν στά νύχια τους. Ή διαδικασία ήταν σύντομη. Χρησιμοποιούσαν σάν μάρτυρες κατηγορίας διάφορους φασίστες χωρικούς, άστυνομικούς, καί, μαυροφόρες χήρες τής Εθνικής Ένωσης Σφαγιασθέντων Έθνικοφρόνων (είχαν τά γραφεία τους σέ κατάστημα, γωνία Έρμού-Καρόλου Ντήλ). Οί καταδικαστικές άποφάσεις δέν μέναν στό χαρτί. Όλους τούς καταδικασμένους έλασίτες τούς περάσανε άπό τό μουσκέτο.
Κι ένώ αύτά συνέβαιναν στίς πόλεις, έξω, στην ύπαιθρο, οργίαζαν οί πρώην ταγματασφαλίτες. Στήν Ελασσόνα βασίλευε, άλλη μιά φορά, ή Λεγεώνα των ρουμανόβλαχων. Στην Θεσσαλία κυριαρχούσε ό Σούρλας, στό Κιλκίς ό Παπαδόπουλος, στην ’Ανατολική Μακεδονία ό Τσαούς-Άντών. Κοντά στην Κατερίνη δολοφόνησαν τόν καπετά-Νικήτα (Κώστα Συννεφάκη). Στην Καρδίτσα έκοψαν μέ πριόνι τά πόδια τοϋ καπετάν- Ζαχαριά (γι αυτό στό Λεύτερο ’Αντάρτικο λέγανε τό τραγούδι: Ξύπνα, καημένε Ζαχαρία, / ξύπνα, νά δείς έλευθεριά,). Τότε οί έαμίτες αγρότες άρχισαν νά φτάνουν στην Θεσσαλονίκη, όπου περνάγανε άμέσως στην παρανομία. Τούς αποκαλούσαμε καταδιωκόμενους. Σέ λίγο έπέστρεψε κι ό άνεκδιήγητος Νίκος Ζαχαριάδης, πού ήταν καί μεγάλος έραστής. Ό Ζαχαριάδης άφησε άβοήθητο τόν Βελουχιώτη. Όλη ή ’Αριστερά περίμενε (περιμέναμε) τό έκάστοτε οχτάστηλο άρθρο τού ’Αρχηγού γιά νά μάθει τί τής μέλλεται. Ό Ζαχαριάδης άμφιταλαντευότανε: τήν μιά συμβούλευε Τό όπλο παρά πόδας καί τήν άλλη άπειλούσε μέ τό Δεινόν πρός κέντρα λακτίζειν. Τελικώς, έλαβε τήν μεγάλην άπόφαση. Τό χτύπημα στό Λιτόχωρο έτοιμάστηκε έπιμελώς. Ό άφελής Τσαλδαρίκος προσπάθησε νά κλιμακώσει τήν έξέλιξη, άλλά οί σύμμαχοι καί οί άνεξέλεγκτες φασιστικές δυνάμεις έτσάκισαν τήν όποια παλαιοκομματική μέθοδο. Ή άστυνομία έκλεισε τήν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ καί, σέ λίγο, τήν ΛΑΪΚΗ ΦΩΝΗ τής Θεσσαλονίκης. Ό μακαρίτης ό Ήλίας Άποστολίδης πετάχτηκε στην Βέροια γιά νά τονώσει κάπως τό ήθικό τής τοπικής οργάνωσης. Τόν βουτήξανε καί τόν καταδίκασαν, στό πί καί φί, σέ θάνατο (— πέθανε στά μέσα τής δεκαετίας τού ’50 άπό καρκίνο). Ό Ζεύγος, πού άνέβηκε στην Θεσσαλονίκη, δολοφονήθηκε μπρός στοϋ Κεραμέα τό μπακάλικο (πλάι στό σινεμά ΔΙΟΝΥΣΙΑ,) άπό έναν δήθεν άντεραστή του. Τόν έθαψαν, στά μουγγά, στό νεκροταφείο τής Βαγγελίστρας (φαντάζομαι πώς είμαι ό μόνος πού είδε τόν τάφο του). Τό Δεύτερο ’Αντάρτικο φούντωσε γιά τά καλά. Τό ’47 ό ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ έδημοσίευε φωτογραφίες ανταρτών, αλλά πιά ή Άθήνα ήταν μιά νησίδα φαινομενικής έλευθερίας. Ό Νίκος Ζαχαριάδης, πηδώντας άπό τίς κερκίδες τού ΗΡΑΚΛΗ, βγήκε στό κλαρί...
Στην Θεσσαλονίκη θεριεύανε οί κρυφές οργανώσεις. Συνδέθηκα μέ τόν άρχηγό τής παράνομης νεολαίας, τόν θρυλικό
Μίχο. Έτσι τόν ξέρανε στην οργάνωση. Τό άληθινό του δνομα είναι Νάσος Μιχαλόπουλος. Ό Μίχος ύπήρξε ένας πανέξυπνος καί δραστήριος οργανωτής. Ζει πάντα στήν Θεσσαλονίκη, όπου έργάζεται σάν πολιτικός μηχανικός. Δούλεψα ένα διάστημα μαζί του. Είχαν άρχίσει νά τουφεκίζουν τούς κομουνιστές δέκα-δέκα. Έτρεμαν τά φυλλοκάρδια μου άπό τόν φόβο. Μέ πιάσανε μερικές φορές. Έτυχε νά γλιτώσω. Μυαλό δέν έβαζα. Συγχρόνως, είχα κάποιες διασυνδέσεις μέ οργανωμένους φοιτητές καί μέ τήν ΜΛΑ τής Καμάρας. Ένα βραδάκι ήρθε καί μέ βρήκε ό Στέλιος X. πού ήταν έκτελεστής τής ΜΛΑ καί μέ ρώτησε αν έξακολουθώ νά κάνω παρέα στά γυμναστήρια μέ τόν βενίτη Φώτη Χειλαδάκη. Τού άπάντησα: ναί. Καί τότε μου είπε νά παρασύρω μιά νύχτα τόν Φώτη πρός τά σκοτεινά τής Βαγγελίστρας, όπου θά άναλάμβαναν οί έκτελεστές τά περαιτέρω. Άντέδρασα άσχημα κι ό Στέλιος (μέ τό σκατοσοβαρό ύφος τών κομματικών) μου έτόνισε ότι αύτή είναι ή γραμμή καί νά μήν τσινάω πολύ-πολύ. Σηκώθηκα καί πήγα στούς οργανωμένους φοιτητές καί τούς έξήγησα τό μπλέξιμο. Όλοι τους έγνώριζαν τόν Φώτη καί τόν άγαπούσαν, άσχετα αν ήταν δεξιός. Οι φίλοι μου οί φοιτητές ήσανε παλιοί έλασίτες καί καραμπουζουκλήδες.
Γιά νά τούς τιμήσω θά πώ όσα ονόματα θυμάμαι: Τόφαλος (παρατσούκλι ένός λεβέντη πόντιου άπό την Κατερίνη — ήτανε πολυβολητής τού ΕΛΑΣ), Κουτουκίδης (έλασίτης άπό τήν Κατερίνη), Τζιβανίδης (τού Αποκρυπτογραφείου τής ΟΜΜ), Καρβούνης (αξιωματικός του ΕΛΑΣ — γιατρός στήν Θεσσαλονίκη), Κωστόπουλος (δάσκαλος άπό τήν Μελίκη — σύνδεσμος τοϋ Παμμακεδονικοϋ), ένας άλλος πόντιος μέ μουστάκες καί, καί... Αύτοί, λοιπόν, οί φοιτητές μέ συμβουλέψανε νά κρύψω στό σπίτι μου τόν Φώτη Χειλαδάκη. Πράγματι, πρότεινα μέ γαλιφιά στόν Φώτη νά μείνει ένα διάστημα σπίτι μου, δίχως νά τοϋ άποκαλύψω τά αίτια τής προσφοράς μου. Ό Φώτης ήρθε σπίτι κι έτσι γλίτωσε άπό τού Χάρου τά δόντια. Ποτέ μου δέν τοϋ είπα τίποτα. ’Αργότερα, ό Φώτης κατετάγη ώς λοχίας στά τεθωρακισμένα καί μόλις τέλειωσε ό Ανταρτοπόλεμος μπήκε στήν Σχολή Εύελπίδων. Είκοσι χρόνια μετά (ένώ ήτανε άντισυνταγματάρχης) τόν πέταξε ή Χούντα άπό τόν στρατό ώς ύποπτο κρητικό. Διάβασα την σχετικήν είδηση στίς έφημερίδες μέ μεγάλην ικανοποίηση...
Τά στρατοδικεία.
Στήν διάρκεια του Άνταρτοπολέμου τά στρατοδικεία τής Θεσσαλονίκης δουλεύανε ρολόι. Μέ τόν ίδιο ρυθμό δουλεύανε καί τά έκτελεστικά άποσπάσμα τα. Οι εκτελέσεις γινόντουσαν πίσω άπό τό Γεντί-Κουλέ. Τά πτώματα τά έθαβαν έπί τόπου. Εκείνη την έποχή πίσω άπό τό Γεντί-Κουλέ ήταν μιά άπέραντη έρημιά. Τά κοντινότερα σπίτια (Συκιές μεριά) άπείχαν τουλάχιστον πεντακόσια μέτρα. Τά μοναδικά πράματα πού έβλεπες πίσω άπό τό Γεντί-Κουλέ ήσανε τό γκρεμισμένο μνήμα του Μπαμπά, ένα μαρμαρένιο κολονάκι καί μιά κερασιά. Αύτός ό Μπαμπάς ήταν κάποιος άγιος δερβίσης. Στόν τάφο του έκαιγε ένα άκοίμητο καντήλι, πού τό τροφοδοτούσαν μέ λάδι οι τούρκοι προσκυνητές (έρχόντουσαν από την Ξάνθη καί τήν Κομοτινή), αλλά καί δικές μας γριούλες. Τό κολονάκι φαίνεται νά ήταν κατάλοιπο άπό κάποιο άλλο μνήμα. Όσο γιά τήν κερασιά λέγανε πώς έκεί, άκριβώς μπροστά της, έστηναν τούς μελλοθάνατους.
Άπό τήν κερασιά καί πέρα, στά βορειοδυτικά, ή έπιφάνεια τής κακοτράχαλης γης (τής γεμάτης μπάζα άπό κάποιο παλιό βαρόσι) σχημάτιζε πολλές-πολλές καμπουρίτσες: ήσανε οί τάφοι τών τουφεκισμένων. Αυτοί οί τάφοι δέν είχανε μήτε πλάκα, μήτε σταυρό, μήτε τίποτα. Ή κάθε μάνα ήξερε τόν τάφο του παιδιού της άπό ένα μικρό σημάδι (παλουκάκι, τούβλο, κονσερβοκούτι κτλ.). Κάπου-κάπου έρχότανε στό, έπισήμως ανύπαρκτο, Νεκροταφείο τών Τουφεκισμένων μιά χαροκαμένη καί σιγόκλαιγε, ένώ άπό τήν πίσω σκοπιά τής φυλακής ό χωροφύλακας κοίταγε μέ περιέργεια. Αύτή ήταν ή κατάσταση στό νεκροταφείο- κι άπό τό καλοκαίρι τοϋ ’49, πού κάπως κοπάσανε οί τουφεκισμοί, μέχρι τή νίκη τοϋ Πλαστήρα. Μέ τήν κυβέρνηση Πλαστήρα οί μανάδες ξεθάρρευαν καί έχτισαν, μέσα σέ χρόνο ρεκόρ, όλους τούς τάφους. Αύτή τή φορά ό τυχόν έπισκέπτης βρισκότανε μπροστά σ’ ένα πραγματικό νεκροταφείο. Μόλις έπεσε ό Πλαστήρας, ό διοικητής τοϋ Γ' Σώματος Στρατού (τό γουρούνι!) έστειλε τήν μπουλντόζα πού κατέστρεψε διά παντός τό σεπτό Νεκροταφείο τών Τουφεκισμένων Κομουνιστών. Καί σάν νά μήν έφτανε αύτό, διέταξε (τό ίδιο γουρούνι!) νά σπείρουν πάνω στούς τάφους κριθάρι.
Έχω έπισκεφτεί άπειρες φορές τό Νεκροταφείο τών Τουφεκισμένων. Άπεχθάνομαι την έπίσημη ιστορία, όπως μάς την πασάρουν στό σχολείο. Ή μαρξιστική ιστοριογραφία είναι κι αύτή έπίσημη καί γι' αυτό τενεκεδένια. Στό Νεκροταφείο τών Τουφεκισμένων τά παιδάκια τής Κιουτσούκ-Σελανίκ (δηλαδή, του, εντός Άκροπόλεως, συνοικισμού Έπταπυργίου) μου έδιναν μαθήματα ιστορίας. Αύτά τά παιδάκια διέθεταν μιά πρόωρη γεροντίστικη σοφία. Σάν παιδιά πού ήσανε έτρεχαν στό βουνό πίσω άπό τό Γεντί-Κουλέ, γιά νά παίξουν, γιά νά πιάσουν πουλιά, γιά νά καντηλιάσουν χαρταετούς. Συχνά, άπό διάφορες ένδείξεις καταλάβαιναν ότι τήν έπομένη θά έπακολουθούσε έκτέλεση. Κι έτσι τό άλλο πρωί τά έβρισκε στό πόστο τους, γιατί δέν ϋέλαν νά χάσουν τήν παράσταση. Σύμφωνα μέ τά λεγόμενό τους, μόνο στίς ομαδικές έκτελέσεις έρχότανε τό έκτελεστικό άπόσπασμα. Τις έκτελέσεις μεμονωμένων κομουνιστών τίς έκαναν πάντα κατάδικοι κοινού ποινικού δικαίου, πού, βέβαια, ήσανε κάτι φονιάδες ισοβίτες, πού μ’ αύτόν τόν τρόπο έξασφάλιζαν άρκετές άβάντες.
Τά ίδια αύτά παιδάκια μου αφηγόντουσαν (ξεκαρδισμένα στά γέλια) σκηνές άπό τις έκτελέσεις. Λόγου χάρη, μού είπαν πώς ένός τουφεκισμένου τού έφυγε ή τραγιάσκα όταν δέχτηκε τις σφαίρες, πώς έσκυβαν οί λοχίες γιά νά δώσουν την χαριστική βολή, πώς έσερναν τά πτώματα ώς τόν παραδιπλανό τάφο κι άλλα τέτοια φοβερά καί τρομερά. Οί διηγήσεις τών παιδιών ήσαν έξαιρετικώς πειστικές καί παραστατικές, χάρη στήν παντομίμα τους καί στις κωλοτούμπες πού έκαναν.
Γύρω στό ’55 ήρθε νά μέ συναντήσει, κρυφά, στή Θεσσαλονίκη ή Έντγκάρα Κλάνσκα, διευθύντρια τής έλληνικής έκπομπής τοϋ ΡΑΔΙΟ-ΠΡΑΓΑ. Την πήγα νά ίδεί τό Νεκροταφείο τών Τουφεκισμένων. Κάτι παιδάκια έστεκαν πλάι στούς γκρεμισμένους τάφους καί τά πλησιάσαμε. Παριστάνοντας τούς χαζούς, ρωτήσαμε τί είναι αύτά τά σπασμένα μάρμαρα. Τά παιδάκια άρχισαν, μέ προθυμία, τίς μακάβριες αφηγήσεις. Ή Έντγκάρα, πού ήξερε θαυμάσια τή γλώσσα μας, άκουγε καταταραγμένη.
Τά στρατοδικεία τής Θεσσαλονίκης καί τό Νεκροταφείο τών Τουφεκισμένων θά άποτελούσαν, ένδεχομένως, ένα καλό θέμα γιά μιά διδακτορική διατριβή. Ό τυχόν ένδιαφερόμενος θά μπορούσε νά προσποριστεί άφθονα στοιχεία άπό τίς τοπικές έφημερίδες καί άπό τό άρχείο τών στρατοδικείων. Όσο γιά τόν άπαίσιας μνήμης βασιλικό έπίτροπο Ταμβακά θά χρειαζότανε μιά ειδική ψυχαναλυτική μονογραφία.
Λέν έπιθυμώ νά γράψω κάτι γιά τίς έκτελέσεις τής ομάδας τού Μπελογιάννη καί του Πλουμπίδη, άφού όλοι μας ξέρουμε τί συνέβη. ’Αλλά, τό βρίσκω ώφέλιμο νά ξαναθυμηθούμε τήν μνημειώδη γκάφα τής ΑΥΓΗΣ, που τήν επομένη τής έκτέλεσης βγήκε μέ τόν τίτλο: Ο ΠΛΟΥΜΠΙΔΗΣ ΦΥΓΑΔΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ (ή κάτι ανάλογο). Ή ΑΥΓΗ εξακολουθεί, πάντα, τήν ένδοξη ηλίθια πολιτική της. Δέν είμαι ιστορικός. Άν μίλησα γιά πτώματα τό έκανα γιατί αύτά τά πτώματα δέν μ’ άφηναν νά κοιμηθώ έπί είκοσι χρόνια. Τώρα πού γέρασα ηρέμησα λιγάκι. Ήταν ή πιό κατάλληλη στιγμή γιά νά μιλήσω γιά τούς σκοτωμένους πού είδαν τά μάτια μου. Πολύ περισσότερο πού, έγώ, δέν σκότωσα κανένα συνάνθρωπό μου.
Παρίσι, 26-29 Μαΐου 1988.