
Νέος που προσεύχεται
Ελληνικές και Ρωμαϊκές
αρχαιότητες
Μουσείο της Περγάμου
100 π.Χ.
Από τη Ρόδο Αντίγραφο πρωτότυπου του 4ου αιώνα π.Χ. Μπρούντζος, ύψος 128 εκ. 5Κ2
Οι μελετητές τείνουν να ταυτίζουν το γλυπτό μ' ένα έργο που βρισκόταν στο ναό του Απόλλωνα στη Ρόδο" το νησί πέρασε από την κυριαρχία της Βενετίας, στην οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, το άγαλμα βρισκόταν κατά τον 16ο αιώνα. Μετά από περίπλοκες διαπραγματεύσεις, το 1747 ο Νέος που προσεύχεται αγοράστηκε από τον Φρειδερίκο Β' της Πρωσίας για το βασιλικό ανάκτορο του Σαν Σουσί στο Πότσνταμ, λίγο έξω από το Βερολίνο, στους κήπους του οποίου βρισκόταν τουλάχιστον μέχρι το 1786 (από εκεί πέρασε στις βασιλικές συλλογές).
Όρισμένα στοιχεία οδηγούν στην υπόθεση ότι το μοντέλο από το οποίο προέρχεται το αντίγραφο ανήκει στα τέλη του 4ου αιώνα, όταν στην Ελλάδα εδραιώνονταν οι αντιπροσωπευτικοί κανόνες που αποσκοπούσαν στην επίτευξη της μορφολογικής ισορροπίας: η γαλήνια και ατάραχη έκφραση, η αρμονική κατανομή του βάρους στα πόδια, η αναλογία μεταξύ των διαφόρων μερών του σώματος. Κυρίως όμως, είναι εντυπωσιακό ότι έφτασε ώς εμάς σχεδόν ανέπαφο ένα μπρούντζινο γλυπτό, των οποίων η Ρόδος ήταν μια από τις μεγαλύτερες «πηγές». Κατά την Ύστερη Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα (αν και υπάρχουν μαρτυρίες για αντίστοιχες πρακτικές έως και την περίοδο του Μπαρόκ), τα μπρούντζινα έργα λιώνονταν κατά κανόνα για να κατασκευαστούν όπλα, καθώς η εξόρυξη των μετάλλων είχε γίνει πια δύσκολη.
Ο Ελληνικός και ο Ρωμαϊκός κόσμος αγαπούσαν ιδιαίτερα τα ορειχάλκινα (μπρούντζινα) αγάλματα" το λαμπερό και ανθεκτικό υλικό θύμιζε χρυσό ή ασήμι, ανάλογα και με την ποσότητα χαλκού που χρησιμοποιούσαν στο κράμα με τον ψευδάργυρο. Ειδικά, πάντως, τα αυτοκρατορικά αγάλματα και οι προτομές, καλύπτονταν συχνά με «φύλλα χρυσού», που καθιστούσαν πιο εντυπωσιακή την επιφάνεια τους.