
— [ΘΡΗΣΚΕΙΟΛ.] Καλείται γνώσις ή γνωστικισμός μεγάλη φιλοσοφική και θρησκευτική κίνησις, ήτις, εφανισθείσα κατά τάς παραμονάς του Χριστιανισμού, εισέδυσεν εις αυτόν ώς χριστιανική αίοεσις, άκμάσασα δε κατά τον β' και γ' αιώνα διεκρατήθη μέχρι τών αρχών του στ' αιώνος αλλά λείψανα αυτής σώζονται καί μέχρι σήμερον. Ή προχριστιανική γνώσις προήλθεν εξ αναμίξεως Ιδεών θεολογικών, κοσμογονικών και ανθρωπολογικών τών διαφόρων λαών, του δναομον τών Περσών, της αστρολογίας τών Χαλδαίων, της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Διά τών Έσσαίων καί του νεοπλατωνικού Φίλωνος του Ιουδαίου συμπεριελήφθησαν καί έκ του Ιουδαϊσμού ίδέαι τινές καί θεωρίαι. Πρώτοι δ' εν τω Χριστιανισμώ φορείς της «ψευδώνυμου γνώσεως» (Α' Τιμ. 4, 20), ώς έκάλεσεν αυτήν ό απόστολος Παύλος, υπήρξαν εκτός άλλων οί έκ Σαμάρειας Σίμων ό Μάγος καί ό μαθητής αυτού Μένανδρος, ιδία δε ό εν Μικρασία εργασθείς Κήρινθος, αναμίξαντες μετά τών λοιπών καί χριστιανικάς ιδέας. Άλλα κέντρον της χριστιανικής γνώσεως κατά τον β' αιώνα κατέστη ή Συρία, εν η ενεφανίσθησαν οί όφίται, αυτοί εαυτούς γνωστικούς αποκαλούντες. Οί όφίται διεκλαδώθησαν εις διαφόρους άτοχςώσεις, ίδια προσλαβούσας ονόματα, ύπήρχον δέ όφίται μέχρι του 530, ότε ό αυτοκράτωρ Ίουστινιανός Α' έξέδωκε κατ αυτών διάταγμα. Ό πρώτος δέ συστηματοποίησης εν Συρία τήν διδασκαλίαν τής γνώσεως ύπήρξεν ό Σατορνίλος άλλα ταυτοχρόνως ή κίνησις της γνώσεως έξεδηλούτο καί εν Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, άντιπροσωπευομένη υπό του γνωστικού Βασιλείδου, άναπτύξαντος τήν γνώσιν υπό τήν βαθυτέραν έπίδρασιν τής φιλοσοφίας του Πλάτωνος καί της τών νεοπυθαγορείων. Έκ της Ανατολής ή γνώσις μεταφέρεται είς τήν Δύσιν διά του Βαλεντίνου, εργασθέντος εν Ρώμη κατά τα έτη 135—163, διαμορφούνται δ' έκτοτε δύο σχολαί έκ τών οπαδών αυτού. Καί της μεν ανατολικής λεγομένης σχολής αντιπρόσωποι υπήρξαν ό θεόδατος, ό Αξιόνικος, ό Βαρησάνης καί ό υιός αυτού Άρμόνιος, της δέ δυτική: (Ιταλικής) περί το 170 παρουσιάσθη σπουδαίος αντιπρόσωπος ό Πτολεμαίος, μετ' αυτόν δέ περί το 200 ό Ήρακλέων. Αλλά καί εν Μικρασία σχεδόν ταυτοχρόνως άνεπτύσσετο ή γνώσις διά του Μάρκου, έτι μάλλον αναπτύξαντος τό όξυνούστατον σύστημα του Ούαλεντίνου. Μεσούντος του β' αιώνος ήκμασεν ό Καρποκράτης, διδάσκων τήν γνώσιν υπό τύπον άτοτόμου άντινομισμού, ωσαύτως δέ ό υιός αυτού Έπιφάνιος, δεκαεπταετής αποθανών εξ ακολασίας. Ή πληροφορία, καθ' ήν εις τιμήν τούτου ιδρύθη ναός εν Σάμη της Κεφαλληνίας, οφείλεται πιθανώς εις παρεξήγησιν. Εν Σάμη έλατρευετο ή Σελήνη ώς «θεός επιφανής». Τάς άντι-νομιστικάς αρχάς τών καρποκρατιανών εξ Αιγύπτου μετέδωκεν εις Ρώμην ή Μαρκελλίνα, διότι και γυναίκες μετέσχον τής μεγάλης εκείνης κινήσεως της γνώσεως.
Ίδιον σύστημα αυτής ανέπτυξεν ό έκ Πόντου εις Ρώμην μεταβάς Μαρκίων, μαθητής χρηματίσας του έκ Συρίας Κέρδωνος κατά τό πρώτον ήμισυ του β' αιώνος. Είλκυσε δε πολλούς οπαδούς, μαρκιωνιστας κληθέντας. Έκ τών μαθητών του Μαρκίωνος διεκρίθη ό Απελλής, έν Αλεξάνδρεια καί έν Ρώμη εργασθείς. Παρόμοιας προς τάς του Μαρκίωνος τάσεις είχε καί ό Τατιανός έν Συρία, θεωρηθείς ως αρχηγός τών εγχρατιτών οίτινες όμως παρεδίδοντο μέν εις υπερβολικήν έγκράτειαν, δεν παρεδέχοντο όμως τάς θεωρίας τής γνώσεως. Ό δέ Πέρσης τήν καταγωγήν Μάνης, κατά τον γ' άκμάσας αϊώνα, έμόρφωσε τό σύστημα αυτού έκ του αποτόμου δυασμού του παρσισμού (της θρησκείας τών Περσών), τοΰ Βουδισμού καί του Χριστιανισμού. Τό σύστημα αύτού εκλήθη μανιχαϊσμός, οι δέ οπαδοί αυτού μανιχαίοι, διοργανωθέντες εις ιδίας κοινότητας, παρά τους διωγμούς, ούς υπέστησαν, διετηρήθησαν ενιαχού μέχρι τών μέσων αιώνων Λείψανα όμως τής αρχαίας γνώσεως σώζονται καί μέχρι σήμερον·
Παρά τήν Βαβυλώνα καί έν τοις όρίοις τής Περσίας ζούν οι μανδαΐοι (γνώσις), στηρίζοντες τήν γνωστικήν διδασκαλίαν των έπί τον έν ιδιαιτέρα άραμαΐκή διάλεκτο.) συντεταγμένου βιβλίου « » (=μέγα βιβλίον) ή « » (=θησαυρός). Εΐναι δέ κράμα ιδεών καί θεωριών του παρσισμού τών αρχαίων Βαβυλωνίων, του Ιουδαϊσμού καί έν μέρει του Χριστιανισμού Τόν Ιησούν άποκρούουσιν ως ψευδή προφήτην, αποδέχονται όμως καί τιμώσι τόν Πρόδρομον Ιωάννην και διατηρούσι τό βάπτισμα, έξ ού καί βαπτισταί καλούνται. Ή λατρεία των γενικώς άνεπτύχθη ύπό χριστιανικήν έπίδρασιν.
Πηγαί της διδασκαλίας τής γνώσεως είναι, προ παντός, τά βιβλία τών διαφόρων γνωστικών, άτινα έκάλουν «απόκρυφα», διότι περιείχαν διδασκαλίαν άποκεκρυμμένην άπό τών πολλών. Ή Εκκλησία άπέδωκεν είς τήν λέξιν ταύτην τήν έννοιαν νοθείας, επινοήσεως καί κακοδοξίας. Ούτω δέ οί γνωστικοί είχαν ίδια ευαγγέλια {Ενας, Μαρίας, Ίούδα, Θωμά, Βαρθολομαίου κτλ.), αποκαλύψεις (Αδάμ, Αβραάμ, Ζωροάστρου κτλ.), πράξεις Αποστόλων (Πέτρου, Ιωάννου, Θωμά, Ανδρέου, Ματθαίου), ύμνους (Ναασοηνών, Βαρδησάνους), οδάς καί ψαλμούς (Βασιλείδου, Ούαλεντίνου, Βαροησάνους, Μαρκιωνιτών), ομιλίας (Ούαλεντίνου), έπιστολάς (Πτολεμαίου), αλλά καί φιλοσοφικά καί θεολογικά συγγράμματα προς στήριξιν τής γνώσεως (Ισιδώρου, Ούαλεντίνου, Ούαλεντινιανών, Βαρδησάνους, Μαρκίωνος), ερμηνείας Αγίας Γραφής (Βασιλείδου, Ήρακλέονος, 'Ισίδωρου) καί τέλος μυστηριακά βιβλία («Πίστις-Σοφία», τό βιβλίον καί άλλα). Οί πρώτοι Χριστιανοί αντιρρητικοί συγγραφείς Κλήμης καί Ώπιγένης, οί άναιρέσαντες τήν διδασκαλίαν τών γνωστικών, παρέσχον ικανά στοιχεία προς διευκρίνισιν αυτής, πολυτιμότερος δέ πληροφορίας διέσωσαν μεταγενέστεροι τίνες Σύροι συγγραφείς . Οί αίρεσιολόγοι Ειρηναίος Λογδούνου καί Ιππόλυτος Ρώμης ήρύσθησαν τάς περί τής γνώσεως πληροφορίας έκ συγγραμμάτων τών γνωστικών, τό έργον δέ αύτών συνεπλήρωσεν ό Έπιφάνιος Κύπρου, συλλέξας καί προφορικάς πληροφορίας. Διδασκαλίαν οί γνωστικοί είχαν τήν αυτήν, κατά τάς θεμελιώδεις αρχάς, άλλα διαφόρως αυτήν έκαστος ανέπτυξε. Τό κύριον ζήτημα όπερ άπησχόλησεν αυτούς ήτο τό περί τής πρώτης αρχής του κακού. Πόθεν προήλθε τό κακόν; Πόθεν έντώ άνθρώπφ ή πάθη μεταξύ αγαθού καί κακόν; Μή ικανοποιούμενοι οί γνωστικοί έκ τών εν τη Παλαιά καί τή Καινή Διαθήκη απαντήσεων είς τά ερωτήματα ταύτα, έπενόησαν ιδίας όλως φαντασιώδεις θεωρίας, στηριζομένας κυρίως επί του δυασμού, τής αιωνίας δηλονότι συνυπάρξεως του πνεύματος καί τής ύλης, ώς δύο αντιθέτων καί πολεμίων δυνάμεων. Παρεδέχθησαν τήν ύπαρξη του απολύτου Όντος, ώς πηγής πάσης τελειότητος, «βυθού άγνώστου», καί έζήτησαν νά έξηγήσωσι τήν άπό του άπειρου είς τό πεπερασμένον μετάβασιν διά τής αύτοαποκαλύψεως καί αύτοσυναισθήσεως του απείρου Όντος. Όσάκις τούτο συναισθάνεται εαυτό ώς διανοούμενον, ισχυρόν, σοφόν, άγιον αποκαλύπτει εαυτό, καθιστάμενον «εν καί παν». Αί έκ τής συναισθήσεως προερχόμεναι πράξεις της άποκαλύψεως προσωποποιούνται καί διά τής απόρροιας προβάλλονται εξ αυτού, καθιστάμεναι μέν ατελέστεροι όσον περισσότερον απομακρύνονται, αλλά παραμένουσαι ήνωμέναι μετ' αυτού, μάλλον ώς ιδιότητες αυτού. Καλούνται δέ αιώνες, διότι παραμένουσιν αιωνίως εν αύτώ. Έν τω συστήματι του Ούαλεντίνου οί αιώνες παρίστανται προβαλλόμενοι ώς άρρενες καί θήλεις κατά 15 συζυγίας (νους—αλήθεια, λόγος—ζωή, άνθρωπος—εκκλησία κλπ.), έν άλλοις δέ συστήμασιν οί αιώνες, αποτελούντες τό πλήρωμα, αριθμούνται είς 365. Τον αριθμόν τούτον δηλούσι τά γράμματα τής λέξεως «άβραξάς».
Ή ύλη, ώς αντίθετος προς τό πνεύμα αρχή, παρίσταται ύπό τίνων μέν γνωστικών ώς «κένωμα», ώς «μή όν», κατ' άλλους ώς κακή καθ' έαυτήν αρχή καί δύναμις (βασίλειον του σκότους). Ό κατώτερος αιών του πληρώματος (ή Άχαμώϋ -Σοφία κατά τους όφίτας), είτε οίκοθεν, κατά τινας, είτε άρπαγείς, κατ' άλλους, ύπό τής ύλης, άνεμίχθη μετ' αυτής, έμψυχωθείσης δι αυτού. Εντεύθεν, έκ τής άναμίξεως ταύτης παρήχθη ό κόσμος καί ό άνθρωπος, παρεμβάντος ενός τών αιώνων, του δημιουργού, ή υπηρέτου τινός του άρχοντος του σκότους. Διαιρούνται δέ οί άνθρωποι είς πνευματικούς, παρ' οίς τά φωτεινά στοιχεία του πληρώματος υπερτερούσι τής ύλης (γνωστικοί), εις ψυχικούς, παρ' οίς έν ΐπρ βαθμώ έπικρατούσι τά φωτεινά στοιχεία και ή ύλη (Χριστιανοί), και εις υλικούς, πάρ' ους επικρατεί ή ύλη (εθνικοί). Ό δημιουργός ό σχηματίσας τόν κόσμον καί τόν άνθρωπον ταυτίζεται προς τόν Ίεχωβά τών Ιουδαίων. Ποός άπολύτρωσιν τών φωτεινών στοιχείων άπό τής ύλης απεστάλη ύπό του βυθού είς τών «αιώνων», ό Σωτήρ Ίησους, όστις κατά τινας μέν γνωστικούς προσέλαβεν άνθρώπινον σώμα έν τω Ίορδάνη, κατ' άλλους τό σώμα αυτού ήτο φαινομενικόν. Ό Σωτήρ έδίδαξεν εις τούς ανθρώπους τήν γνώσιν προς άπαλλαγήν άπό τής ύλης. Άλλ' ό δημιουργός, θέλων νά παρεμπόδιση τήν σωτηρίαν, προκάλεσε τά παθήματα αυτού καί τήν σταύρωσιν, άτινα ο Σωτήρ πραγματικούς μέν, κατά τίνας τών γνωστικών, κατ' άλλους δέ φαινομενικώς («κατά δοκησιν») υπέστη. Άπολυτρούνται δέ διά τής γνώσεως οί πνευματικοί (γνωστικοί) καί οί μέν ψυχικοί (Χριστιανοί έχουσί τίνα ελπίδα σωτηρίας, οί δέ υλικοί (εθνικοί) ούδεμίαν. Τά φωτεινά στοιχεία θά έπανέλθωσιν είς τό πλήρωμα, ή ύλη θά βυθισθή εις τό σκότος, ούτω δέ θά έπέλθη «ή αποκατάστασις τών πάντων».
Τοιαύτα τίνα έδογμάτιζον οί γνωστικοί παραδοξολογούντες. Ή δέ ηθική αυτών ήτο διάφορος παρά ταις διαφόροις τάσεσιν ή σχολαίς αύτών. Γενικώς πάντες απέβλεπον προς τό σώμα ώς προς πηγήν του κακού, άλλα προς καταπολέμησιν αυτού άλλοι μέν εισηγούντο τήν εγκράτεια, άλλοι δέ τήν άκρασίαν, άλλοι άπηγόρευον τόν γάμον, τάς ήδονάς, ώρισμένας τροφάς, καί άλλοι έπρέσβευον ότι «δια τους πνευματικούς χωρείν διά πάσης πράξεως και παραχρήσθαι τη σαρκί». Οί γνωστικοί διοργάνωσαν τήν Θρησκευτικήν αυτών ζωήν καί τήν θείαν λατρείαν κατά τά υποδείγματα τών εθνικών μυσταγωγικών συνδέσμων, άλλα δέν απετέλεσαν πάντες ιδιαιτέρας κεχωρισμένας από του Χριστιανισμού κοινότητας. Πολλοί έξ αυτών παρέμενον έξωτερικώς ήνωμένοι μετά τής Εκκλησίας, διετήρησαν δέ τό βάπτισμα καί τήν εύχαριστίαν καί άλλα μυστήρια παραιιεμοριτωμένα. Χάριν του πολλού καί άμυήτου όχλου μετεχειριζοντο τήν μαγείαν και ύπέθαλπον την δεισιδαιμονίαν. Είς τήν γνώσιν άπέδιδον εννοιαν θρησκευτικήν (γνώσις—ευσέβεια), επομένως τήν σωτηριαν έξήρτων ουχί έκ τής έπιγνώσεως άλλ' έκ τής απαλλαγής τής ψυχής άπό τής ύλης, έκ τής μυστικής ένώσεως μετά του Θεού, ταύτα δ' έπεδίωκον ού μόνον διά τής διδασκαλίας άλλα καί διά της μαγείας καί διά τών εξορκισμών, ών τινες διεσώθησαν.
βιβλιογραφία. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος