
Μισέλ Ονφρέ: "Η κοιλιά των φιλοσόφων" Εκδόσεις "ΕΞΑΝΤΑΣ"
Αφηρημένος διανοούμενος, ο υπαρξιστής φιλόσοφος κυκλοφορεί αδιαφορώντας παντελώς για την υγιεινή. Αυτή η εγκατάλειψη του εαυτού στα απρόοπτα της διεφθαρμε'νης ύλης φανερώνει πολλά. Τα ανέκδοτα σχετικά με τη βρομιά του Σαρτρ δείχνουν την ικανότητα του να ξεχνά τη σάρκα, να την περιφρονεί, να την περιορίζει στη σφαίρα του περιττού. Στη Γερμανία είχε τόση λίγδα και δυσοσμία πάνω του που η βιογράφος του (Ανί Κοέν-Σολάλ) μιλά για το «δωμάτιο του που μύριζε φρικτά» και για ολόκληρε; εβδομάδες που περνούσε «χωρίς να πλυθεί, ενώ θα ήταν αρκετό να διασχίσει το δρόμο και να πληρώσει δεκα πεντάρες για να εχει στη διάθεση του * {Λατινικά στο κείμενο: κατά βούληση. (Σ.τ.Μ.)}μια αίθουσα στα δημόσια λουτρά».1 Το παρατσούκλι του την εποχή εκείνη ήταν «ο άνθρωπος με τα μαύρα γάντια», εξαιτίας «των άκρων του [που] ήταν, μέχρι τον αγκώνα, μαύρα από τη βρομιά».13
Οι σωματικές ανάγκες τού ενέπνεαν πάντοτε αηδία και περιφρόνηση. Η Μποβουάρ εκμυστηρεύεται ότι απελευθερωνόταν από αυτές με διακριτικότητα όσο ήταν καλά στην υγεία του. Στη συνέχεια, όταν η κατάπτωση του στοχαστή έφτασε σε προχωρημένο βαθμό, εκδήλωσε μια μοιρολατρία που εξεπληττε τη σύντροφο του. 'Οταν ξάπλωνε σε πολυθρόνες και καναπέδες, δεν έδειχνε κανένα σημάδι ντροπής, αλλά μάλλον μια παραίτηση.
Εκτός από την υγιεινή, ξεχνά και τους σωματικούς ρυθμούς καθώς και την ανάγκη υπέρβασης της φυσικής αναγκαιότητας μέσω των πολιτισμικών τελετουργιών, όπως τα γεύματα. Η ποσότητα και η ποιότητα είναι αξιοθρήνητες, όπως και η συχνότητα των υποχωρήσεων προς τους τύπους: «Μου είναι τελείως αδιάφορο», έλεγε, «αν παραλείψω το μεσημεριανό ή το βραδινό, ή και τα δύο καμία φορά, ή αν τρέφομαι με ψωμί ή το αντίθετο, με σαλάτα χωρίς ψωμί, ή αν μείνω νηστικός μία ή δύο μέρες».
14 Η Μποβουάρ επιβεβαιώνει ότι έτρωγε οτιδήποτε, οποτεδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο.
15Η περιφρόνηση προς το ίδιο του το σώμα συνοδεύεται, όπως είναι φυσικό, από μια περιφρόνηση προς το σώμα γενικά. 'Οταν αναλύει αυτή τη θεμελιώδη πραγματικότητα στο Είναι και το Μηδέν, επικαλείται συνεχώς εύγλωττα παραδείγματα: ένα πονεμένο πόδι, μάτια που τα ανατέμνουν γιατροί, ένα κομματιασμένο από βόμβα σώμα. ένα σπασμένο χέρι, ένα πτώμα, μια γαστραλγία, πονοκεφάλους, στομαχόπονους, ρευματαλγίες ή πονόματους.16 Το σώμα για τον Σαρτρ είναι κυρίως ένα άρρωστο, ακρωτηριασμένο, κατακρεουργημένο, αγνιύριστο σώμα. Όχι το σώμα που απολαμβάνει ή χαίρεται, ούτε η χαρούμενη σάρκα ή τα ρίγη ηδονής, αλλά ένα άρρωστο κρέας, αλλοιωμένο ή παρηκμασμένο. Δείχνοντας ενδιαφέρον για τις λεπτομέρειες, ο Σαρτρ αναπτύσσει τις αντιλήψεις του για τη ναυτία, τον εμετό, και γι' αυτό το λόγο επικαλείται το «σάπιο κρέας, το νωπό αίμα, τα κόπρανα». Ομοίως, αναφέρεται στο στομαχικό έλκος που το αντιλαμβάνεται ως «κάτι που μας κατατρώει, μια ελαφριά εσωτερική σαπίλα- μπορώ», συνεχίζει, «να το φανταστώ κατ' αναλογία προς τα αποστήματα, τα εξανθήματα του πυρετού, το πύον, τις ελκώσεις κ.λπ.».17 Οι ιδιότητες αυτού που είναι-για-τον-άλλο, με το σώμα ως μεσολαβητή, δεν είναι ούτε το χαμόγελο ούτε η σαγηνευτική ματιά, αλλά η εφίδρωση και οι μυρωδιές του ιδρώτα. Οι μεταφορές σχετικά με το σώμα αναπτύσσονται χάρη στα αραχνοειδή, το πρόσωπο του άλλου προκαλεί ναυτία, η ίδια του η όψη του επιτρέπει μια αναφορά στην «απέχθεια του για το υπερβολικά λευκό δέρμα [του]».
18 Εργαλείο για το χειρισμό των εργαλείων, το σώμα δεν είναι παρά μια μηχανή χωρίς επιθυμίες και χωρίς θέληση για απόλαυση.
Η περιφρόνηση του εαυτού, η χρήση του εαυτού ως αντικειμένου αποκτούν στον Σαρτρ τη διπλή όψη του αλκοόλ και του καπνίσματος - παραλλαγές στο θέμα της αποστροφής του εαυτού. Η Ανί Κοέν-Σολάλ κάνει τον απολογισμό της κατανάλωσης από τον Σαρτρ σε μια ημέρα: «Κάπνιζε δυο πακέτα τσιγάρα -Μπουαγιάρ με χαρτί από καλαμπόκι- και πολλές πίπες γεμάτες με σκούρο καπνό· πάνω από ενα λίτρο αλκόλ- κρασι, μπίρα, λευκά ποτά, ουίσκι κ.λπ.- διακόσια μιλιγκράμ αμφεταμίνες, δεκαπέντε γραμμάρια ασπιρίνης, πολλά γραμμάρια βαρβιτουρικών, χωρίς να υπολογίζουμε τους καφέδες, το τσάι και τα άλλα λιπαρά της καθημερινής διατροφής του».19 Η Κριτική τον διαλεκτικού Λόγου, μετά το Είναι και το Μηδέν, γράφτηκε με αυτό το τίμημα: μερικές φορές πάνω από ένα σωληνάριο -αναβολικά- την ημέρα...
Ο αλκοολισμός του Σαρτρ είναι αναμφισβήτητος. Τα μεθύσια του σημαδεύουν τα Απομνημονεύματα της Σιμόν ντε Μποβουάρ. Το πιο διάσημο είναι μοσχοβίτικο. Θα του κοστίσει δέκα μέρες στο νοσοκομείο την άνοιξη του 1954. Οι επιεικείς βιογράφοι καταλογίζουν την ευθύνη στους επίμονους Σοβιετικούς οικοδεσπότες... Όταν ο Σαρτρ συνειδητοποίησε, μετά από μια επίσκεψη στο γιατρό, ότι θα έπρεπε να κόψει το αλκοόλ, αναφώνησε: «Αποχαιρετώ εξηντα χρονιά απο τη ζωη μου».
Μεταξύ δύο σωληναρίων αναβολικών ο Σαρτρ ανέλυε τον αλκοολισμό από φαινομενολογική σκοπιά. Έγραφε: «Έτσι, είναι το ίδιο να μεθάς στη μοναξιά σου ή να καθοδηγείς λαούς. Αν μία από αυτές τις δραστηριότητες υπερισχύει της άλλης, αυτό δεν γίνεται εξαιτίας του πραγματικού σκοπού της, αλλά εξαιτίας του βαθμού στον οποίο συνειδητοποιεί τον ιδανικό σκοπό της και, σε αυτή την περίπτωση, το αποτέλεσμα θα είναι ο εφησυχασμός του μοναχικού πότη να υπερισχύσει της μάταιης νευρικότητας του καθοδηγητή των λαών». 21 Επιθυμούσε άραγε να το αποδείξει; Το σίγουρο είναι ότι το 1973 -τη χρονιά που του είπαν να κόψει το ποτό- θα εκμυστηρευτεί σε ένα δημοσιογράφο του Λ' ακτυέλ όλο το πολιτικό πρόγραμμα του, που συνίσταται σε λίγες λέξεις: τρομοκρατία, παρανομία και ένοπλη βία. «Ένα επαναστατικό καθεστώς», λέει, «πρέπει να απαλλάσσεται από ορισμένα άτομα που το απειλούν, και δεν βλέπω άλλο τρόπο για να το καταφέρει εκτός από τη θανάτωση. Από τη φυλακή μπορεί να βγει κανείς οποιαδήποτε στιγμή. Οι επαναστάτες του 1793 μάλλον δεν σκότωσαν αρκετούς».22 Ο ελάχιστος κίνδυνος του αλκοολισμού...
Η ιατρική επίσκεψη του 1973 έδειξε επίσης μια ανοξαι-μία, μια ασφυξία του εγκεφάλου. Η κατάσταση των αρτηριών και των αρτηριδίων ήταν αξιοθρήνητη. Ήταν γεμάτες αλκοόλ και καπνό. Στο Είναι και το Μηδέν ο Σαρτρ προτείνει μια μικρή θεωρία του καπνού: κάπνισμα σημαίνει εφαρμογή ενός τελετουργικού, θεατρικοποίηση των κινήσεων, τελετουργικές συνήθειες. Είναι, επίσης, «μια καταστροφική, οικειοποιητική αντίδραση. Ο καπνός είναι το σύμβολο της "οικειοποιημένης" ύπαρξης, καθοός καταστρέφεται στο ρυθμό της ανάσας μου με ένα είδος "συνεχιζόμενης καταστροφής", περνά μέσα μου και η αλλαγή του σ' εμένα τον ίδιο εκδηλώνεται συμβολικά μέσω της μετατροπής του καταναλωνό μενού στερεού σε καπνό». Αυτή η «αποτεφρωτική θυσία», όπως την ονομάζει ο Σαρτρ, αποτελεί, αναλογικά, το παιχνίδι μιας ολοκληρωτικής θυσίας της ανθρωπότητας, «μια οικειοποιητική καταστροφή ολόκληρου του κόσμου. Μέσω του καπνού που κάπνιζα, που απορροφιόταν ως καπνός για να επιστρέψει σ' εμένα».23 Το κάπνισμα και το φαγητό είναι δυο πλευρές της ίδιας λογικής. Ο καπνός όμως μοιάζει με πρακτικό υποκατάστατο της τροφής, ένα μαγικό, ανούσιο, φευγαλέο υποκατάστατο, σχεδόν ουδέτερο ως προς τη γεύση, τόσο στυπτική είναι η δύναμη του επί των γευστικών καλύκων.
Τα διεγερτικά, το αλκοόλ, ο καπνός δεν αρκούσαν στον Σαρτρ ως όπλα για τον αργό ακρωτηριασμό του εαυτού του. Για να εξηγήσουμε την αποστασιοποιημένη χρήση που επιφύλασσε ο Σαρτρ στο σώμα του, είναι ενδιαφέρον το πείραμα με την μεσκαλίνη. Ο λόγος που προβάλλει ο Σαρτρ είναι "φιλοσοφικό": ήθελε να υπολογίσει πάνω στον εαυτό του στον εαυτό του τις επιδράσεις ενός παραισθησιογόνου στη δημιουργία οραμάτων σε ένα άτομο. Τη ζήτησε από τον δρ. Λαγκάς του νοσοκομείου Σεντ-Αν. Υπό ιατρικό έλεγχο, του έκανα* μια ένεση με καθορισμένη δόση ώστε να παραγάγει αποτελέσματα μεταξύ τεσσάρων και δώδεκα ωρών. Εξήγησε τις συνέπειες στο Φανταστικό. 24 Η Μποβουάρ περιγράφει τις παραισθήσεις όπως της τις μετέφερε ο Σαρτρ: «Στο πλάι, πίσω [του] περπατούσαν καβούρια, χταπόδια, πράγματα απειλητικά». 25 Η εκδίκηση των οστρακόδερμων: ο Σαρτρ νομίζει ότι τον καταδιώκουν αστακοί. Οταν η Μποβουάρ του τηλεφώνησε ανησυχώντας για την εξέλιξη του πειράματος, ο Σαρτρ τής απάντησε με μια ταραγμένη φωνή ότι το «τηλεφώνημα της τον αποσπούσε από μια μάχη εναντίων των χταποδιών, όπου σίγουρα δεν θα είχε την υπεροχή». Τα θαλασσινά θριαμβεύουν... Αργότερα, στο δρόμο, παρόλο που οι παρενέργειες της μεσκαλίνης δεν συνεχίζουν μετά το τέλος της δράσης της, ο Σαρτρ ήταν «πραγματικά πεπεισμένος ότι τον ακολουθούσε ένας αστακός». 26 Η Μποβουάρ πιστεύει ότι δεν μπορεί να πρόκειται για την επίδραση του παραισθησιογόνου, και ότι ο φιλόσοφος υπέφερε από νευρικες διαταραγες που οεν είχαν σχεσή με το πείραμα του νοσοκομείου Σεντ-Αν. Ο Σαρτρ θα θυμηθεί αυτά τα οράματα -εξαιρετικά συμβολικά στο έργο του- όταν στη Ναυτία θα κάνει τον Ροκεντέν θαμώνα αυτού του υδάτινου ζωολογικού κήπου που αποτελείται, για μερικούς, από ζώα «το σώμα [των οποίων] αποτελούνταν από μια φέτα φρυγανισμένου ψωμιού όπως αυτή που βάζουμε στα καναπεδάκια περιστεριών λοξοπερπατούσαν με ποδαράκια καβουριού».27
Η επανειλημμένη εμφάνιση των οστρακόδερμων στα έργα του φιλοσόφου είναι αξιοσημείωτη. Ο Σαρτρ διηγείται οτις λέξεις ότι, όταν ήταν παιδί, το βλέμμα του έπεσε σε μια γκραβούρα που είχε δημοσιευτεί στο αλμανάκ του Ασέτ και παρίστανε μια αποβάθρα κάτω από το σεληνόφως, μια τραχιά μακριά δαγκάνα η οποία, βγαίνοντας από το νερό, γράπωνε έναν μεθυσμένο για να τον καταποντίσει στα γαλαζοπράσινα νερά του λιμανιού. Το κείμενο που συνόδευε αυτή την εικόνα τελείωνε ως εξής: «Ήταν άραγε μια παραίσθηση ενός αλκοολικού; Είχε ανοίξει η κόλαση;» Και ο Σαρτρ συνεχίζει: «Φοβήθηκα το νερό, τα καβούρια και τα δέντρα» - ας θυμηθούμε το ρόλο της ρίζας στη Ναυτία. Αυξάνοντας τον αντίλαλο αυτής της μακάβριας γκραβούρας, ο Σαρτρ εξομολογήθηκε ότι είχε ξαναπαίξει συχνά την τρομακτική σκηνή στο δωμάτιο του μέσα στο μισοσκόταδο. Η αναπαράσταση απαιτούσε, μας διευκρινίζει, έναν υπόγειο ή υποθαλάσσιο χώρο στον οποίο αναδυόταν το Ον με τη μορφή ενός υδρόβιου ή χθόνιου πλάσματος: «Χταπόδι με πύρινα μάτια, οστρακοειδές είκοσι τόννων, γιγάντια αράχνη που μιλούσε - ήμουν εγώ ο ίδιος, ένα παιδικό τέρας, ήταν η απέχθεια μου για τη ζωή, ο φόβος του θανάτου, η ασχήμια μου και η διαστροφή μου».28 Το ίδιο και στους Έγκλειστους της Αλτόνα, εμφανίζονται καβούρια και δίνουν το πρόσχημα για μια στιχομυθία μεταξύ δύο προσώπων, το ένα από τα οποία προβλέπει την άνοδο των δεκάποδων στην πρώτη θέση της ανθρωπότητας: «Θα έχουν άλλα σώματα», λέει, «και άρα άλλες ιδέες».29
Ο θρίαμβος όμως των οστρακόδερμων είναι σεμνός, δεν θα ριζώσουν στα θεωρητικά έργα, τουλάχιστον ως αντικείμενα υπαρξιστικής ψυχανάλυσης. Είναι μόνο δευτεραγωνιστές, χρήσιμοι απλά για να εικονογραφούν, να συνοδεύουν τη μουσική. Ο απαιτητικός υποστηρικτής της φαινομενολογίας της διατροφής γνωρίζει πως η στάση απέναντι στην τροφή ισοδυναμεί με τη στάση απέναντι στον κόσμο. Οι αναλύσεις του είναι σωστές για όλο τον κόσμο, αλλά ξέρει ότι υπάρχει ένα σκοτεινό σημείο σε ό,τι τον αφορά. Η λαϊκή σοφία, για να πει αυτά τα πράγματα, μιλά για το άχυρο και το δοκάρι...* Στο Είναι και το Μηδέν γράφει: «Δεν είναι [...] άνευ σημασίας αν σε κάποιον αρέσουν τα στρείδια ή οι αχιβάδες, τα σαλιγκάρια ή οι γαρίδες, αρκεί να μπορούμε να διακρίνουμε την υπαρξιακή σημασία αυτών των τροφών. Σε γενικές γραμμές, δεν υπάρχει ακατανίκητη γεύση ή προτίμηση· Όλες αντιπροσωπεύουν μια κατά προσέγγιση επιλογή του όντος. Αρμόζει στην υπαρξιστική ψυχανάλυση να τις συγκρίνει και να τις ταξινομεί».30 Πες μου τι τρως... Ο Σαρτρ παραδεχόταν ότι δεν του άρεσαν πολλά πράγματα. Πέρα από μια έκδηλη αποστροφή για τα θαλασσινά, έδειχνε μια έντονη απέχθεια για τις ντομάτες, λόγω της όξινης σάρκας τους. Γενικά, δεν του αρέσουν αυτά που ονομάζει «φυτικά», αν και θεωρεί ότι διαθέτουν μικρότερο επίπεδο συνείδησης από τα μαλάκια. Ποτέ δεν έτρωγε φρούτα στη φυσική τους μορφή: τα ενοχοποιούσε ως προϊόντα της τύχης και αντικείμενα υπερβολικά ξένα προς τον άνθρωπο. Ο φιλόσοφος παραδεχόταν την προτίμηση του για τα φρούτα που περιέχονται σε ένα ανθρώπινο παρασκεύασμα - όπως τα γλυκά. Μόνο μια ανθρώπινη μεσολάβηση, τεχνική ή πολιτιστική, τον έκανε να αποδεχτεί τα τρόφιμα. Κατεξοχήν αντίθετος προς τον Διογένη, απεχθάνεται το φυσικό και του αρέσουν μόνο τα κατασκευασμένα προϊόντα, το τεχνητό: «Η τροφή πρέπει να δίνεται μέσω της εργασίας των ανθρώπων. Έτσι γίνεται με το ψωμί. Πάντοτε πίστευα», διευκρινίζει ο Σαρτρ, «ότι το ψωμί είχε μια σχέση με τους ανθρώπους».31 Το κρέας ήταν ένα φαγητό που το προτιμούσε, αλλά έπαψε να είναι, για λόγους που θα εκτιμούσαν οι χορτοφάγοι: το να τρως κρέας είναι το ίδιο με το να καταβροχθίζεις ένα πτώμα. Στην ερώτηση της Μποβουάρ: «Τι σας αρέσει λοιπόν;», ο Σαρτρ απαντά: «Μερικά είδη κρεάτων και λαχανικών, τα αυγά. Μου άρεσαν πολύ τα αλλαντικά, αλλά τώρα μου αρέσουν λιγότερο. Πίστευα ότι ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε το κρέας για να κάνει τελείως καινούργια πράγματα, για παράδειγμα, διάφορα είδη λουκάνικων, σαλάμι. Όλα αυτά υπάρχουν μόνο χάρη στους ανθρώπους. Πήραν το αίμα με ένα συγκεκριμένο τρόπο, στη συνέχεια το χρησιμοποίησαν με μια συγκεκριμένη μέθοδο, το δε μαγείρεμα έγινε με έναν καθορισμένο τρόπο που εφηΰραν οι άνθρωποι. Έδωσαν σ' αυτό το σαλάμι μια μορφή που που εμένα προσωπικά με δελεάζει, έτσι όπως είναι δεμένο στις άκρες του με σπάγκο».32 Τα αλλαντικά προϋποθέτουν τη μεταμόρφωση, την αλλαγή των ακατέργαστων δεδομένων: του αίματος, του κρέατος, του λίπους. Είναι η αλχημεία που υπερβαίνει τη χοντροκομμένη όψη των συστατικών. Είναι η ενότητα η οποία επιτυγχάνεται μετά από μια σειρά κωδικοποιημένων, πολιτισμικών και βιοτεχνικών διαδικασιών. Το λουκάνικο ως έμβλημα του Σαρτρ, αντί του ωμού χταποδιού του Διογένη... Το κόκκινο κρέας, ακόμα και μαγειρεμένο, εξακολουθεί να είναι γεμάτο αίμα: «Το σαλάμι», συνεχίζει ο Σαρτρ, «το λουκάνικο, είναι αλλιώτικα. Το σαλάμι, με τα άσπρα του στίγματα και το ροζ, στρογγυλό του κρέας, είναι διαφορετικό πράγμα».33
Προς το τέλος της ζωής του ο Σαρτρ είχε εγκαταλείψει το διατροφικό τελετουργικό που τον οδηγούσε τα μεσημέρια στο Λα Κουπόλ και τα βράδια οπουδήποτε μαζί με την Μποβουάρ. Παραδεχόταν ότι του αρκούσε για βραδινό ένα «κομμάτι πατέ ή οτιδήποτε άλλο».34 Λόγω της τύφλωσης, της απευαισθητοποίησης των χειλιών, της απουσίας δοντιών και των γηρατειών, ο Σαρτρ κατέληξε να πασαλείβει το πρόσωπο του με σάλτσες και φαγητά σε κάθε γεύμα του, αρνούμενος με επιμονή τη βοήθεια που του πρότειναν. Το τυπικό γεύμα του Σαρτρ είναι βαρύ, «πλούσιο σε αλλαντικά, σουκρούτ, σοκολατένια γλυκά, με ένα λίτρο κρασί».
35 Τα καρύδια και τα αμύγδαλα του τραυμάτιζαν τη γλώσσα, και ομολογούσε ότι του άρεσε ο ανανάς -αν και φρούτο- γιατί έμοιαζε με κάτι ψημένο...
«Κάθε τροφή είναι ένα σύμβολο»,36 έλεγε. Το μέλι ή η μελάσα, τα γλυκά, ήταν στα μάτια του συνδεδεμένα με κάτι το γλοιώδες. Ενθυμούμενος συμβολικές αντιστοιχίες, ο Σαρτρ μάς καλεί σε παράξενες συναισθησίες: «Όταν τρώω ένα ροζ γλυκό», γράφει στο Είναι και το Μηδέν, «η γεύση του είναι ροζ· το ελαφρύ ζαχαρωμένο άρωμα και το παχύρρευστο της κρέμας βουτύρου είναι το ροζ. Έτσι, τρώω το ροζ όπως βλέπω το γλυκό». 37 Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών τους στην Ιταλία ο Σαρτρ έπαιζε με αυτές τις απρόσμενες αναλογίες. Συνδέει, για παράδειγμα, «τα παλάτια της Γένοβας και τη γεύση των ιταλικών γλυκών, το χρώμα τους».38 Οι συνειρμοί του Σαρτρ θα άξιζαν μια υπαρξιστική ψυχανάλυση - είναι το λιγότερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε για το δημιουργό τους. Η αγάπη για το γλοιώδες, το παχύρρευστο, το λιπαρό, το δύσπεπτο, το συμπαγές, το υγρό, όλα αυτά είναι άκρως ενδεικτικά.
Η ναυτία δημιουργείται από το ασπριδερό, το μαλακό, το χλιαρό και το γλοιώδες, εκεί όπου η υπέρβαση του απρόοπτου και του περιστασιακού καλεί το μαύρο, το σκληρό, το κρύο. Η επιθυμία του Σαρτρ είναι η ορυκτοποίηση, θέλει να γίνει απολίθωμα και να ξεφύγει από τις κατηγορίες τοον φθαρτών. Ο Σαρτρ, ανακαλώντας πλατωνικά στοιχεία, κατανοεί το πραγματικό ως μια διαίρεση μεταξύ του άμεσου και της ουσίας, μεταξύ αυτού που αναδύεται και αυτού που είναι βυθισμένο. Έξω από το νερό υπάρχουν τα φαινόμενα, η ψευδαίσθηση που δημιουργείται από εικόνες, ρίζες, αντικείμενα, πράγματα. Κάτω από το νερό υπάρχει η αλήθεια του όντος, η αυθεντική φύση του κόσμου: «Και κάτω από το νερό; Δεν έχεις ποτέ σκεφτεί τι μπορεί να υπάρχει κάτω από το νερό; Ένα ζώο; Ένα μεγάλο καβούκι, μισοχωμένο στη λάσπη; Δώδεκα ζευγάρια πόδια οργώνουν αργά το βούρκο. Το ζώο ανασηκώνεται λίγο, πού και πού. Στα βάθη του νερού».39