ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: “ΕΙ ΚΑΛΩΣ ΕΙΡΗΤΑΙ ΤΟ ΛΑΘΕ ΒΙΩΣΑΣ”
1. Ωστόσο, ούτε καν αυτός που διατύπωσε την αρχή (ΛΑΘΕ ΒΙΩΣΑΣ) δεν θέλησε να περάσει απαρατήρητος, διότι είπε αυτή ακριβώς την πρόταση για να μην περάσει απαρατήρητος, και απέκτησε με άδικο τρόπο δόξα ανθρώπου με σοφία ξεχωριστή, συστήνοντας την έλλειψη δόξας.
«Μισώ τον σοφιστή, που δεν είναι σοφός για τον εαυτό του» .
Για τον Φιλόξενο, τον γιο του Ερύξιδος, και τον Γνάθωνα τον Σικελιώτη2, που ήταν τόσο κοιλιόδουλοι, λέγεται ότι φύσαγαν τις μύτες τους στα πιάτα με τις λιχουδιές, ώστε να αποθαρρύνουν τους άλλους συνδαιτυμόνες και να καταβροχθίσουν μόνοι τους τα φαγητά στο τραπέζι.
Οι άνθρωποι με ασυγκράτητη και ακόρεστη φιλοδοξία κατηγορούν τη δόξα στους άλλους, σαν να είναι αντεραστές τους, για να την κερδίσουν χωρίς ανταγωνισμούς και κάνουν τα ίδια με τους κωπηλάτες.
"Επαμεινώνδας γούν εις τεσσαρακοστόν έτος αγνοηθείς ουδέν ώνησε Θηβαίους ύστερον δε πιστευθείς και άρξας την μέν πόλιν άπολλυμένην έσωσε, την δ' Ελλάδα δουλεύουσαν ήλευθερωσε, καθάπερ εν φωτί τη δόξη την άρετην ενεργόν επί καιρού παρασχόμενος".
Ο Επαμεινώνδας, που έμεινε ανώνυμος μέχρι τα σαράντα του χρόνια, δεν ωφέλησε σε τίποτε τους Θηβαίους. Ύστερα όμως, που τον εμπιστεύτηκαν και του ανέθεσαν αξιώματα, έσωσε την πόλη από την καταστροφή και ελευθέρωσε την υπόδουλη Ελλάδα, δείχνοντας μέσα στο φως της δόξας την αρετή του εν δράσει στην κατάλληλη στιγμή.